- εὔσκεπτος
- εὔσκεπτος, ον,A easy to examine,
σκέψις Pl.Phlb.65d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκέψις Pl.Phlb.65d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύσκεπτος — εὔσκεπτος, ον (Α) αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό σκεπτος, πολύ σκεπτος] … Dictionary of Greek
εὔσκεπτον — εὔσκεπτος easy to examine masc/fem acc sg εὔσκεπτος easy to examine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόσκεπτος — ἀξιόσκεπτος, ον (Α) ο υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + σκεπτός < σκέπτομαι (πρβλ. άσκεπτος, εύσκεπτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek